Το βακούφι αποτελεί το αντικείμενο εκείνο, η κυριότητα του οποίου ανήκει στον Θεό και τα έσοδα που προκύπτουν από τη χρήση και την εκμετάλλευση του διατίθενται σε κοινωφελείς σκοπούς, όπως την ίδρυση τεμενών (cami, mescid), ιεροδιδασκαλείων (medrese), καταλυμάτων δερβίσηδων (zaviye), σχολείων αλλά και κατασκευή γεφυρών, βιβλιοθηκών κ.ά. Το βακούφι επομένως είναι αντικείμενο που έχει αφιερωθεί από φυσικό πρόσωπο και από την χρήση του ωφελούνται φυσικά πρόσωπα. Για τον σκοπό αυτό μπορούσε να αφιερωθεί ακίνητη και κινητή περιουσία, ζώα, αλλά και χρήματα.

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη μετατροπή περιουσίας σε βακούφι ήταν ο αφιερωτής να είναι ενήλικας, πνευματικά υγιής, νομικά ελεύθερος και κύριος (malik) της περιουσίας. Ο τελευταίος όρος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορική εξέλιξη του θεσμού του βακουφίου στο οθωμανικό κράτος, καθώς μεγάλο μέρος των βακουφικών γαιών προέρχονταν από δημόσιες γαίες, αφήνοντας περιθώρια στην κεντρική εξουσία να ελέγχει την οικονομική τους διαχείριση. Όσον αφορά πάντως τα βακουφικά κτίσματα εντός των αστικών κέντρων, δεν ετίθετο θέμα εγκυρότητας ή μη της αφιέρωσης, καθώς οποιασδήποτε μορφής και χρήσης κτίσμα (αστικό και μη) αποτελούσε πλήρη ιδιοκτησία (mülk). Άλλωστε, με το σκεπτικό ότι και τα χρήματα αποτελούν mülk του κατόχου τους, έγιναν δεκτά από τους Οθωμανούς νομομαθείς τα χρηματικά βακούφια.

Η βακουφική περιουσία, θεωρητικά, ήταν αιώνια, αναπαλλοτρίωτη και μη ανακλητή, οι δε όροι του αφιερωτηρίου εγγράφου (vakfiye) δεν μπορούσαν να αλλάξουν. Υπήρχαν όμως περιπτώσεις που ο ιδρυτής μπορούσε να μεταβάλλει όρους που περιέχονταν στο αφιερωτήριο έγγραφο ή ακόμα να ανταλλάξει τμήμα ή ολόκληρη την αφιερωθείσα περιουσία (istibdal), εάν αυτό κρινόταν αναγκαίο για την επιβίωση του βακουφίου. Την ανταλλαγή της βακουφικής περιουσίας επέτρεπε η χανεφίτικη σχολή δικαίου (που ίσχυε στο οθωμανικό κράτος), ακόμα κι αν δεν υπήρχε σχετικός όρος στο αφιερωτήριο έγγραφο, με την έγκριση του σουλτάνου ή του καδή.

Τη διοίκηση του ευαγούς ιδρύματος αναλάμβανε ο διαχειριστής (mütevelli), τα καθήκοντα του οποίου ήταν η τήρηση των όρων που έθεσε ο αφιερωτής στο vakfiye, η διατήρηση και επαύξηση της βακουφικής περιουσίας, η επιστασία όσων απασχολούνταν στο βακούφι και η μισθοδοσία τους, η μίσθωση βακουφικής περιουσίας, η εποπτεία των συναλλαγών που αφορούσαν την τελευταία και η παροχή δανείων. Το έργο του διαχειριστή ελεγχόταν από τον επόπτη (nazır), ο οποίος συχνά ήταν ο τοπικός καδής. Αναλόγως με το μέγεθος του βακουφίου υπήρχαν και άλλοι υπάλληλοι, όπως ο εισπράκτορας των εσόδων (cabi) και ο γραμματέας του βακουφίου (kâtib). Όλοι οι παραπάνω λάμβαναν ως μισθό ένα προσδιορισμένο στο αφιερωτήριο έγγραφο ποσοστό επί των εσόδων. Τα βακούφια, τέλος, διακρίνονται σε φιλανθρωπικά (hayri) και σε οικογενειακά (ehlî). Στα φιλανθρωπικά, το σύνολο των εσόδων διατίθεται σε κοινωφελείς σκοπούς. Στην κατηγορία των οικογενειακών βακουφιών ο άμεσα ευεργετούμενος είναι ο ίδιος ο αφιερωτής, μετά το θάνατο του οποίου ευερ¬γετούμενοι είναι οι απόγονοι του μέχρι την εξάλειψη της γενιάς και στη συνέχεια όσα άτομα προσδιορίσει ο ίδιος στο αφιερωτήριο έγγραφο (π.χ. οι απελεύθεροι δούλοι του). Υπήρχαν περιπτώσεις όπου ο δικαιούχος των προσόδων ήταν αποκλειστικά ο ιδρυτής του βακουφίου, οπότε γίνεται λόγος για προσωπικό βακούφι. Επίσης ορισμένοι ερευνητές προσθέτουν και μία επιμέρους κατηγορία, τα ημιοικογενειακά βακούφια στα οποία ο ιδρυτής όριζε τον ίδιο και τους απογόνους του ως διοικητικούς ή θρησκευτικούς αξιωματούχους του βακουφίου, εξασφαλίζοντας έτσι μία τακτική μισθοδοσία, ενώ και το πλεόνασμα των εσόδων διανέμονταν μεταξύ των μελών της οικογενείας του αφιερωτή. Τόσο στα οικογενειακά/προσωπικά όσο και στα ημιοικογενειακά βακούφια, μετά την εξάλειψη της γενιάς των απογόνων ή/και αυτών που προσδιόρισε ο ιδρυτής ως άμεσα ευεργετούμενους, το βακούφι μετατρεπόταν σε φιλανθρωπικό.

Με την ευγενική άδεια της Δρ. Σοφία Λαΐου, "Το δίκτυο των βακουφίων της πόλης των Τρικάλων, 15ος-16ος αι.", Ιόνιος Λόγος (Επιστημονική Περιοδική Έκδοση Τμήματος Ιστορίας Ιονίου Πανεπιστημίου), τ. Α' (2007), 125-150.